- σημαντήρας
- Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών.
1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 - 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον ίδιο χρόνο μπήκε στο δικαστικό κλάδο, διορίστηκε πρωτοδίκης και, αργότερα, το 1868, έγινε πρόεδρος πρωτοδικών. Το 1870 έγινε εφέτης και λίγο αργότερα πήγε στη Γερμανία για ευρύτερες σπουδές. Όταν γύρισε ανάλαβε και πάλι τη θέση του στις δικαστικές υπηρεσίες, το 1877 έγινε αρεοπαγίτης και το 1891 πρόεδρος του Άρειου Πάγου. Τέλος, το 1911, αποχώρησε από την υπηρεσία. Ο Σ. διετέλεσε επί σειρά ετών τακτικό μέλος, και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταρείας.
2. Ιωάννης. Γιος του προηγούμενου, καθηγητής της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας (1878-1916). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα και το 1911 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ώς το 1906 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, οπότε στάλθηκε με υποτροφία στη Γερμανία για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Εκεί, παράλληλα με τις πολιτικές επιστήμες, ασχολήθηκε και με το δικονομικό δίκαιο. Όταν γύρισε στην Αθήνα διορίστηκε υφηγητής και, πολύ σύντομα, τακτικός καθηγητής του δικονομικού δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όταν ακόμα ήταν υφηγητής, διατελούσε ταυτόχρονα και γραμματέας της Επιτροπής για τη σύνταξη του αστικού κώδικα. Αργότερα, σαν καθηγητής πια, διορίστηκε μέλος της Επιτροπής για την εκκλησιαστική νομοθεσία και, ταυτόχρονα, μέλος τριμελούς Επιτροπής για τη δικονομία. Στην πρώτη Επιτροπή, σαν εισηγητής, σύνταξε το προσχέδιο της εκκλησιαστικής ποινικής δικονομίας και στη δεύτερη, εκείνο της νέας πολιτικής δικονομίας που το αποτελούσαν εξακόσια περίπου άρθρα της διαγνωστικής διδασκαλίας. Έγραψε πολλά έργα της ειδικότητας του από τα οποία τα σημαντικότερα τιτλοφορούνται Περί μεσοτοιχίας (1897), Περί του βάρους της αποδείξεως εν τη πολιτική δίκη (1904), Η δικηγορική αμοιβή και η εργολαβία δίκης (1909), Η επιστημονική κίνησις και αι σύγχροναι νομοθετικαί τάσεις εν τη σφαίρα της πολιτικής δικονομίας (1912) και Αιτιολογική έκθεσις του σχεδίου νόμου περί των Εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προς αυτών διαδικασίας (1916).
Ο δικαστικός Κωνσταντίνος Σημαντήρας.
* * *ο / σημαντήρ -ῆρος, ΝΜΑνεοελλ.1. ναυτ. πλωτήρας από έλασμα ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή αλυσίδα ή συρματόσχοινο, για να επισημαίνει τη θέση αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη ναυτιλία σημείων ή τα σημεία εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. σημαδούρα2. τεχνολ. σηματοδότης3. φρ. α) «σημαντήρας ομίχλης»ναυτ. σημαντήρας σε αβαθή ή βραχώδη σημεία ο οποίος εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την αποφυγή προσάραξηςβ) «σημαντήρας αναλαμπών»ναυτ. σημαντήρας που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και είναι ορατός ημέρα και νύχτα, αλλ. φωτοσημαντήραςμσν.1. ο αφέτης, αυτός που σημαίνει την εκκίνηση στο στάδιο2. κήρυκας, ιεροκήρυκαςμσν.-αρχ.1. σφραγιδόλιθος2. σφραγίδα3. αυτός που κατευθύνει κάποιον ή κάτιαρχ.ιδιοκτήτης («κλήρου σημαντήρ», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀμυν-τήρ, λυμαν-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.